- στραπή
- στρᾰπή, ἡ,= ἀστραπή, EM514.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στραπή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραπῇ — στράπτω lighten aor subj pass 3rd sg στραπή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραπή — ἡ, ΜΑ αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή με σίγηση τού αρκτικού προθεματικού α (πρβλ. ἀστεροπή*: στεροπή)] … Dictionary of Greek
στράφτω — Ν αστράφτω («κάθεται σα ζγουραφιστός και στράφτει μέσ στα κάλλη» Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αστράφτω, με σίγηση τού αρκτικού α (πρβλ. αστραπή: στραπή)] … Dictionary of Greek